- φατνώματος
- φάτνωμαcoffered workneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπόι — το 1. ύψος, ανάστημα ανθρώπου («το παιδί ρίχνει μπόι» το παιδί ψηλώνει, αυξάνεται) 2. το μέσο ύψος τού ανδρικού αναστήματος που λαμβάνεται ως μονάδα μέτρησης («το δέντρο αυτό είναι πέντε μπόγια ύψος») 3. καθεμιά από τις όρθιες δοκούς τής κάσας,… … Dictionary of Greek